- ανατροπέας
- οαυτός που επιδιώκει την ανατροπή: Καταδικάστηκε ως ανατροπέας του κοινωνικού καθεστώτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανατροπέας — ο (Α ἀνατροπεύς) αυτός που ανατρέπει, επιφέρει ανατροπή αρχ. αυτός που καταστρέφει, διαφθείρει … Dictionary of Greek
ἀνατροπέας — ἀνατροπέᾱς , ἀνατροπεύς ouerturner masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατρέπω — (AM ἀνατρέπω) 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. καταργώ, καταλύω, καθαιρώ, γκρεμίζω 3. ανασκευάζω, αναιρώ λόγους ή επιχειρήματα νεοελλ. ματαιώνω, ακυρώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. κάνω κάποιον να πέσει ύπτιος, ξαπλώνω 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. εξεγείρω,… … Dictionary of Greek
καθαιρέτης — καθαιρέτης, ὁ, θηλ. καθαιρέτις, ιδος (AM) [καθαιρώ] ανατροπέας, αυτός που καθαιρεί, που καταλύει, που κατατροπώνει («καθαιρέτης πολεμίων», Θουκ.) … Dictionary of Greek
χαλαστής — ο καταστροφέας, ανατροπέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)